σπάτουλα

σπάτουλα
η
(λ. ιταλ.), είδος εργαλείου χτίστη ή ζωγράφου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπάτουλα — η, Ν 1. εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη 2. μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spatola] …   Dictionary of Greek

  • σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ημισπάθιον — ἡμισπάθιον, τὸ (Α) χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπάθη «σπάτουλα»] …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή …   Dictionary of Greek

  • περισπαθίζω — Α σπαθίζω γύρω γύρω, αναταράζω ολόγυρα, ανασκαλεύω, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπαθίζω «τρίβω, απλώνω με σπάτουλα»] …   Dictionary of Greek

  • σπαθίζω — ΝΜΑ [σπάθη] (αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία (νεοελλ μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί αρχ. 1. απλώνω κάτι με σπάτουλα 2. σπαταλώ, διασπαθίζω 3. μέσ. σπαθίζομαι συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες 4. παθ. καταστρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • σπαθίς — ίδος, η, ΝΑ σπάτουλα αρχ. πυκνά υφασμένο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σπατουλάρω — Ν [σπάτουλα] 1. απλώνω πολτώδες υγρό και λειαίνω την επιφάνεια του με τη χρησιμοποίηση σπάτουλας 2. μτφ. κολακεύω με γλοιώδη τρόπο …   Dictionary of Greek

  • τηγανόστροφον — τὸ, Α το ταγηνοστρόφιον*, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”